- ώνιο
- το / ὤνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και -ος Α [ὠνή](το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνιατα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνιααρχ.1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός2. (για άρχοντα) αυτός τον οποίο μπορεί να εξαγοράσει κανείς με χρήματα ή με δώρα, που δωροδοκείται3. φρ. α) «ἀρχαιρεσίαι ὤνιοι» — αρχαιρεσίες στις οποίες πετυχαίνει κανείς να εξαγοράσει με χρήματα τους ψηφοφόρους (Πλούτ.)β) «ὤνιον εἷναι» — προορίζεται για πώληση (Πλάτ.)γ) «Ἀττικὰς ἰσχάδας ὠνίους κομισθείσας» — εισαγόμενα αττικά σύκα (Πλούτ.)δ) «ὥσπερ ποτ' ἐς ὤνιον ἐλθών» — όταν ήλθε στην αγορά (Θέογν.)4. παροιμ. «ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους» — λεγόταν για περιπτώσεις μεγάλης δυστυχίας (Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.